- ορμός
- Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι.
Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην οποία είναι κρεμασμένες ή περασμένες μικρές χάντρες σε σχήματα λουλουδιών, φύλλων, ζώων και σπάνια ανθρώπων. Το υλικό τους είναι χρυσάφι, ελεφαντόδοντο ή πολύτιμες πέτρες. Ό. βρέθηκαν στις ανασκαφές στην Αίγυπτο, στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην αρχαϊκή εποχή ό. χρησιμοποιούσαν μόνο τα παιδιά και οι εταίρες, και στη γεωμετρική μόνο γυναίκες. Στους βυζαντινούς χρόνους, ό. φορούσαν μόνο οι βαθμούχοι. Οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν μανιάκια.
* * *ὁρμός, ὁ (Α)βλ. όρμος (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.